φίσκος
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ὁ, Lat.
A fiscus, basket, crate, ἀργυρωμάτων Ostr.Bodl. iii 290 (i A. D.).
II the Imperial Treasury, χωρία τὰ ὑπὸ τοῦ φ. πραθέντα IG22.1100.4, cf. OGI669.21 (Egypt, i A. D.), PRyl.157.23 (ii A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
φίσκος: -ου, ὁ, τὸ Λατ. fiscus, τὸ ἰδιαίτερον ταμεῖον ἢ βαλλάντιον τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ αὐτοκρατορικὸν ταμεῖον, χωρία τὰ ὑπὸ τοῦ φ. πραθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 354. 4, πρβλ. 1933, 2015, κ. ἀλλαχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ο δημόσιος θησαυρός του ρωμαϊκού κράτους, το δημόσιο ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fiscus «καλάθι, κοφίνι, βασιλικό, δημόσιο ταμείο»].