ἀργύριον

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργύριον Medium diacritics: ἀργύριον Low diacritics: αργύριον Capitals: ΑΡΓΥΡΙΟΝ
Transliteration A: argýrion Transliteration B: argyrion Transliteration C: argyrion Beta Code: a)rgu/rion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A small coin, piece of money, Ar.Fr.262, X.Oec.19.16, etc.: pl. (v. Poll.9.89), Ar.Av.600, Eup.155, X.l.c.: then,    2 collectively, money, Ar.Pl.156,158, al.; ἀ. ῥητόν a fixed sum, Th.2.70; εἰς ἀ. λογισθέντα calculated in our money, X.Cyr.3.1.33; ἀ. καθαρόν 'hard cash', Theoc.15.36: in Com. with Art., τἀργύριον the money, the cash, δανείζεσθαι Ar.Nu.756; ἀπαιτεῖν ib.1247; κατατιθέναι Antiph.124.14, etc.; so τἀ. καταβάλλειν Th.1.27, etc.    II = ἄργυρος, silver, πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Hdt.3.13; ἀ. ἐπίσημον and ἄσημον Th.2.13; χρυσίον καὶ ἀ. Pl.Alc.1.122e; ἀργυρίου ἄνθος lead oxide, Hp.Nat.Mul.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύριον: [ῠ], τό, Βοιωτ. ἀργούριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 50: - μικρὸν νόμισμα, κερμάτιον, Ἀριστοφ. 5. 255, Ξεν. Οἰκ. 19. 16, κτλ.· πληθ. (ἴδε Πολυδ. Θ΄, 89), Ἀριστοφ. Ὄρν. 600, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 19, Πλάτ. Νόμ. 742D, Ξεν. Οἰκ. 19, 16: - ἑπομένως, 2) περιληπτικῶς, χρήματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «ἀργύρια» ἀντὶ χρήματα, ἐπεὶ αἰτοῦσιν οὐκ ἀργύριον οἱ χρηστοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 156, 158, κ. ἀλλ.· ἀργ. ῥητόν, ὡρισμένον ποσόν, Θουκ. 2. 70· εἰς ἀργύριον λογισθέντα, ὑπολογισθέντα εἰς νόμισμα, εἰς ἀξίαν νομίσματος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· μὴ μνάσῃς Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν ἢ δύο, «πλέον ἠνάλωσά φασιν ἢ δυοῖν μνᾶν καθαροῦ ἀργυρίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 15. 36: - παρὰ τοῖς κωμ. συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρου, τἀργύριον (τὰ χρήματα) δανείζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 756· ἀπαιτεῖν αὐτόθι 1247· κατατιθέναι Ἀντιφ. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1. 14, κτλ.· οὕτω, τὸ ἀργ. καταβάλλειν Θουκ. 1. 27, κτλ. ΙΙ. = ἄργυρος, ὡς μέταλλον, πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Ἡρόδ. 3. 13· ἀργ. ἐπίσημον καὶ ἄσημον Θουκ. 2. 13· συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀργυρίου ἄνθος Λατ. Flos argenti, Ἱππ. 574. 53.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce d’argent ; en gén. argent monnayé.
Étymologie: ἄργυρος.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [ῠ]

• Morfología: [beoc. gen. sg. ἀργουρίω IG 7.1737.6 (Tespias III a.C.), tes. ἀργύρροι GDI 1557.2 (Dodona III a.C.)]
I 1plata ἔπεμψαν πεντακοσίας μνέας ἀργυρίου Hdt.3.13, ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν Theoc.15.36, cf. E.Ep.5.50, IG 7.4138.25 (Oropos II a.C.), LXX Ge.23.15, D.S.1.46, PCornell inv.1.30.7 en ZPE 34.1979.91 (I d.C.), PMil.Vogl.215.4 (II d.C.), PLeit.13.18 (III d.C.)
como patrón monetario χαλκοῦ πρὸς ἄργυρον δραχμῶν σ PHib.70a.10 (III a.C.), ἀ. ἐπίσημον y ἄσημον plata acuñada y no acuñada Th.2.13, cf. ID 104.56 (IV a.C.)
sin ref. a las monedas καὶ κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ... καὶ ἔχων τὸ ἀ. τὸ ἐκ ταύτης τῆς ἀργυρίτιδος doc. en D.37.28
junto a χρυσίον u otros signos externos de riqueza o lujo χρυσίον δὲ καὶ ἀργύριον Pl.Alc.1.122e, cf. Eup.162, Isoc.8.47, Plb.11.24.11, LXX Ge.13.2, Ec.2.8, τῶν ἐθνῶν κατὰ κεφαλὴν εἰσφερόντων ἀργύριον Plu.2.11b, ὄψα ἢ ἐσθῆτα ἢ ἀργύριον προσάγων Philostr.VS 587.
2 ἀργυρίον ἄνθος óxido de plomo Hp.Nat.Mul.33.
II 1moneda de plata τὸ δὲ ἀργύριον μέγαθός ἐστι ὅσον ὦν Hdt.1.199
moneda fraccionaria ἀργύριον ... κεκερματισμένον Ar.Fr.215, τὰ καλὰ καὶ τὰ κίβδηλα ἀργύρια X.Oec.19.16, cf. Hdt.1.192, Ar.Fr.273, Au.600, Pl.Virt.378d, Act.Ap.19.19, Epiph.Const.Mens.M.43.289A
ref. a monedas concretas ἀργύριον καθαρώτατον moneda de mucha ley del ariándico, moneda egipcia, Hdt.4.166, τὸ ἀργύριον ... τὸ Ἀττικόν la dracma ática, SEG 26.72.3 (IV a.C.), cf. ID 104.20 (IV a.C.), ἀργύριον Ἀλεξάνδρειον dracma de Alejandro, PEleph.1.11 (IV a.C.), τριάκοντα ἀργύρια treinta siclos, Eu.Matt.26.15.
2 plata, dinero τἀργύριον δανείζεσθαι Ar.Nu.756, ἀπαιτῶν Ar.Nu.1247, καταβάλλειν Th.1.27, κατατιθῆναι Antiph.124.14, κεκτῆσθαι Is.5.35, χρήματα ... εἰς ἀργύριον λογισθέντα fortuna calculada en dinero X.Cyr.3.1.33, οὐδὲ πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν ἔκρινον Isoc.4.76, τὸ ἀ. στάσιμον θεῖναι colocar dinero que produzca interés Sol.Lg.68, cf. Antipho Soph.B 54, KP. ἄρχει διὰ τί ὁ Ζεὺς τῶν θεῶν; KA. διὰ τἀργύριον Ar.Pl.131, cf. 141, 154, 156, οἱ δ' ὁτιοῦν ἂν ἀργυρίου ποιήσαντες D.19.80, cf. 119, μὴ ἔχειν ... μήτε χρυσὸν μήτε ἄσημον μήτε ἀ. POxy.2673.18 (IV d.C.), ἐπ' ἀργυρίῳ por dinero Arist.Rh.1376a20, Poll.6.190
ἐν ἀργυρίῳ en metálico D.C.41.37.3
δίκη ἀργυρίον juicio pecuniario D.39.25
Ἀργυρίου ἀφανισμός la desaparición del dinero tít. de varias comedias
de Estratis, Sud.s.u. Στράττις, de Antífanes (Antiph.39) o de Epígenes, Ath.409d, de Filípides, Philippid.9, Ath.230a
fondos, riqueza de la Anfictionía de Delos ID 93.10 (V a.C.), πὲρ το(ῖ) ἀργύρροι τὰς θέμιστος GDI 1557.2 (Dodona III a.C.).

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of ἄργυρος; silvery, i.e. (by implication) cash; specially, a silverling (i.e. drachma or shekel): money, (piece of) silver (piece).