κληρονόμος
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Dor. κλᾱρονόμος, ὁ, (νέμομαι)
A heir, freq. the heir in possession, Is.1.44, Pl.Lg.923c; of the heir apparent, SIG884.53 (iii A.D.): c. gen. pers., Pl.Lg.923e, IG22.1623.117, Epicur.Fr.217, SIG953.65 (Cnidus, ii B.C.): c. gen. rei, Lys.32.23; κληρονόμους τῶν αὑτοῦ καταστήσας Isoc.19.9, etc.: metaph., κ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας, Id.5.136, D.22.34; τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων [δίκης] Id.21.20; κλαρονόμος μοίσας τᾶς Δωρίδος Mosch.3.96; κ. καταλιπεῖν τινα Arist.Pol.1270a28; κ. γράφειν τινά AP11.171 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1451] durchs Loos, oder übh. einen Antheil erhaltend; τοῦ λόγου, den die Reihe trifft zu sprechen, Plat. Rep. I, 331 d; bes. von der Erbschaft, erbend, beerbend, subst. der Erbe; τῶν Κλεωνύμου κληρονόμον γενέσθαι Is. 1, 36; Plat. Legg. XI, 923 e; Oratt. u. Sp., κληρονόμον τινὰ ποιεῖσθαι, καθιστάναι, ἀπολείπειν, γράφειν, zum Erben einsetzen u. s. w. S. die verb.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμος: ὁ, (νέμομαι) ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν. προσ., Πλάτ. Νόμ. 923Ε· μετὰ γεν. πράγμ., Λυσ. 907. 5, Ἰσοκρ. 386Β, κτλ.· μεταφορ., κλ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας Ἰσοκρ. 109Ε, Δημ. 603, ἐν τέλ.· τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων δίκης Δημ. 521. 18· κλαρονόμος Μώσας τᾶς Δωρίδος Μόσχ. 3. 103· κληρονόμον καθιστάναι τινὰ Δημ. 603, ἐν τέλ.· κλ. καταλείπειν τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 15· κλ. γράφειν τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 171.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
héritier, héritière.
Étymologie: κλῆρος, νέμω.
English (Strong)
from κλῆρος and the base of νόμος (in its original sense of partitioning, i.e. (reflexively) getting by apportionment); a sharer by lot, i.e. inheritor (literally or figuratively); by implication, a possessor: heir.