ἀμετάθετος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον,
A unalterable, immutable, κατάληψις, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. Plb.30.17.2; ἀκίνητα καὶ ἀ. OGI331 (Pergam.), etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι D.S.1.83, cf. Ascl.in Metaph. 22.6. 2 Gramm., not inflected, A.D.Synt.322.1.
German (Pape)
[Seite 122] (nicht umzusetzen), unveränderlich, fest, Polyb. διάληψις, Entscheidung, 30, 17, 2 u. öfter; πίστις D. Sic. 1, 23. – Adv. -τως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάθετος: -ον, ὁ μὴ μετατιθέμενος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, σταθερός, Πολύβ. 2. 32, 5, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. Εὐμαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable.
Étymologie: ἀ, μετατίθημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no cambiado, inmodificadode testamentos (διαθήκη) ἐφ' ᾗ ἀμεταθέτῳ ἀμφότεροι ἐτελεύτησαν POxy.75.15 (II a.C.), cf. 482.35 (II a.C.).
2 de cosas y abstr. inmutable, invariable, incambiable Ἄτροπον δὲ ὅτι ἀ. καὶ ἀμετάβλητός ἐστιν ὁ καθ' ἕκαστα διορισμὸς ἐξ ἀϊδίων χρόνων a Atropo (la llaman asi) porque es invariable e inmodificable en cualquiera de sus detalles la distribución (de los dones del destino) desde la eternidad Chrysipp.Stoic.2.264, ἐπιβολή Plb.2.32.5, διαλήψεις Plb.30.19.2, ἀκίνητα καὶ ἀ. ... τὰ ... πρὸς τὸν θεὸν τίμια IP 248.58 (II a.C.), τὸν νοῦν τῶν ποητῶν Phld.Po.C 9.23, λογισμός LXX 3Ma.5.12, εἱμαρμένην ἀμετάστατον καὶ ἀ. Plu.2.675b, τὰ ... συντεθέντα τῶν μερῶν τοῦ λόγου, καθ' ὃ μέρος ἥνωται, ἀμετάθετά ἐστιν las palabras, compuestas en la parte en que se unen, son invariables (e.d., no cambian), A.D.Synt.322.1, νενομοθέτηκε γὰρ ἡ εἱμαρμένη ἑκάστῳ ἀμετάθετον ἀποτελεσμάτων ἐνέργειαν Vett.Val.219.26, δόγμα θεοῦ PMag.4.529
•subst. τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς la inmutabilidad del consejo (de Dios) Ep.Hebr.6.17
•irrefutable, incontrovertible ἐπιστήμην εἶναι τὴν ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν καὶ ἀ. ὑπὸ λόγου κατάληψιν Zeno Stoic.1.20
•no apaciguable, no dominable ἡ τοῦ πλὴθους ὁρμή Plb.15.32.7, ἡ πρὸς αὑτοὺς ὀργή Plb.23.15.3
•constante ἡ μονάς Dioph.6.6, 8.13
•imposible ἡ ἀπὸ τῶν κρειττόνων ἐπὶ τὰ χείρω μετάνοια Mart.Pol.11.1
•duradero ἐνέργεια PMasp.151.127 (VI a.C.)
•de pers. que no cambia Ἄτροπος Xenocrates 5
•recalcitrante, empecinado LXX 3Ma.5.1, Iust.Phil.Dial.120.5.
3 ἀ. σκηνή una tienda que no cambia de lugar Sm., Thd.Is.33.20.
II adv. -ως inalterable, inmutablemente διάκειται D.S.1.83, ἔχειν Ascl.in Metaph.22.6, Chrys.M.60.584.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of μετατίθημι; unchangeable, or (neuter as abstract) unchangeability: immutable(-ility).