ἐξισχύω
English (LSJ)
[ῡ],
A have strength enough, be able, ὥστε ποιεῖν Str.17.1.3: c. inf. only, LXXSi.7.6, Ep.Eph.3.18, J.BJ1.23.2; ἐξίσχυσεν τὰ βιβλείδια ἀθετηθῆναι procured the rejection of the petition, POxy.1120.7 (iii A. D.): abs., prevail, Str.16.1.15, Jul.Or.5.160c; ἐξισχῦσαι καὶ κρατῆσαι τῶν πολλῶν Plu.2.801e. II c. gen., τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχῦον fate prevailing over the children, Ael.VH6.13, cf. Steph.in Hp.1.71D. III Med., of flames, gather force, Thphr.Ign.71.
German (Pape)
[Seite 883] sehr stark, kräftig, wirksam sein, Sp.; ἡ ἐπιμέλεια ἐξίσχυσεν ὥστε τοσαύτην ποτισθῆναι χώραν Strab. XVII, 788, war so wirksam, daß; N. T.; – seine Kraft an Etwas zeigen, auslassen, τὸ δαιμόνιον ἐκτρῖβον τοὺς τυράννους, πίτυος δίκην, ἢ παίδων ἐξισχῦον, es zeigt seine Gewalt noch an den Kindern, indem es sie vertilgt, Ael. V. H. 6, 13
Greek (Liddell-Scott)
ἐξισχύω: ῡ: μέλλ. -ύσω, ἔχω ἱκανὴν ἰσχύν, ἔχω τὴν δύναμιν νά, ὥστε ποιεῖν Στράβων 788· μετ’ ἀπαρ. μόνον, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. κατὰ σπανίαν χρῆσιν, ἢ παρὰ χρῆμα ἐκτρῖβον (τὸ δαιμόνιον) τοὺς τυράννους... ἢ παίδων ἐξισχῦον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 13· «ὁ μὲν νοῦς πρόδηλος, ἢ παραυτίκα τοὺς τυράννους ἐξολοθρεῦον πρὶν ἢ πατέρας γενέσθαι ἢ γενομένων τοὺς παῖδας ἀπολλύον», κτλ., Κοραῆς· πρβλ. Πλούτ. 2. 801Ε.
French (Bailly abrégé)
1 être assez fort pour, être en mesure de, pouvoir, inf.;
2 exercer sa force sur, gén..
Étymologie: ἐξ, ἰσχύω.
English (Strong)
from ἐκ and ἰσχύω; to have full strength, i.e. be entirely competent: be able.