ἀνακράζω

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακράζω Medium diacritics: ἀνακράζω Low diacritics: ανακράζω Capitals: ΑΝΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: anakrázō Transliteration B: anakrazō Transliteration C: anakrazo Beta Code: a)nakra/zw

English (LSJ)

fut. -κράξομαι or fut. pf.

   A -κεκράξομαι LXX Jl.3(4).16: aor. ἀνέκρᾰγον; late ἀνέκραξα ib.Jd.7.20, BGU1201.11, Ev.Marc.1.23, al.:—cry out, lift up the voice, shout, ἐπεὶ . . ἀνέκραγον Od.14.467; εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον if I raised my voice too high, Pi.N.7.76; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.Eq.670, cf. V.1311, etc.; οὐκ ἀνέκραγεν, of a dying man, Antipho 5.44; πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγεν Arist.Ath.28.3: foll. by a relat., ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar. Ec.431, cf. X.An.5.1.14; τηλικαῦτ' ἀνεκράγετε, ὡς . . D.21.215: c. inf., ἀνακραγόντων βάλλειν . . Plu.Phoc.34.    2 rarely of animals, ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.534.11.

German (Pape)

[Seite 193] (s. κράζω), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακράζω: μέλλ. -κράξομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἀνέκρᾰγον· οὗτος εἶναι ὁ εὐχρηστότατος χρόνος· μεταγεν. ἀνέκραξα Ἑβδ. (ἴδε κράζω): κράζω ἰσχυρῶς, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐπεὶ... ἀνέκραγον Ὀδ. Ξ. 467· εἴ τι πέραν... ἀνέκραγον, ἂν ὕψωσα τὴν φωνήν μου περισσότερον τοῦ δέοντος, Πινδ. Ν. 7. 112· ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 670, πρβλ. Σφ. 1311, κτλ.· οὐκ ἀνέκραγεν, ἐπὶ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Ἀντιφῶν 134. 29· - ἑπομένης ἀναφ. ἢ εἰδ. προτάσεως, ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 431, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 14· τηλικαῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡς..., Δημ. 583. 17· μετ’ ἀπαρ. ἀνακραγόντων βάλλειν... Πλουτ. Φωκ. 34. 2) σπαν. ἐπὶ ζῴων, ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνέκραξα, ao.2 ἀνέκραγον;
1 crier à haute voix, pousser un cri ou des cris ; ἀν. πολεμικόν XÉN pousser un cri de guerre;
2 se récrier;
3 déclarer.
Étymologie: ἀνά, κράζω.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέκραγον: screech out (said purposely with exaggeration), Od. 14.467†.

English (Slater)

ἀνακράζω
   1 cry out νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀνέκραγον Od.14.467, Ar.Eq.670, tard. ἀνέκραξα LXX Id.7.20, BGU 1201.11 (II a.C.), Eu.Marc.1.23; fut. perf. ἀνακεκράξομαι LXX Il.4.16]
1 gritar muy frec. en aor. dar un grito ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον Od.l.c., οἱ δ' ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.l.c., οὔτε ἀνέκραγεν de un moribundo, Antipho 5.44, cf. Theoc.26.12, Plb.36.7.3, εἰς τὰ ὦτά μου LXX Ez.9.1, ὡς ἠδύνατο μέγιστον Hell.Oxy.15.2, μέγα καὶ ἀπειλητικὸν ἀνέκραγεν D.C.36.30.3, cf. 69.6.3, ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀπεκρίνατο λέγων Hierocl.Facet.46, ἀμφὶ δὲ νεκρῷ θοῦρος Ἄρης ἀνέκραγε Nonn.D.4.417, ἀνέκραξεν φωνῇ μεγάλῃ Eu.Luc.4.33, cf. BGU l.c., Plu.2.4e, 757c
c. doble ac. proclamar a gritos ἐπαιάνιζόν τε καὶ Ἰουστινιανὸν βασιλέα καλλίνικον, ἅτε νενικηκότες, ἀνέκραγον Procop.Pers.2.8.29
c. constr. complet. ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar.Ec.431, cf. X.An.5.1.14, o c. consecutiva, τηλικοῦτ' ἀνεκράγετε ... ὥστε D.21.215
c. inf. ἀνακραγόντων βάλλειν Plu.Phoc.34.
2 del que canta o pronuncia un discurso alzar, subir la voz εἴ τι πέραν ἀερθεὶς α ἀνέκραγον Pi.N.7.76
hablar a gritos πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγε Arist.Ath.28.3.
3 de animales chillar ψᾶρες Stesich.88.2.21S.
ulular de la lechuza ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.Fr.620
croar de las ranas κοὰξ κοὰξ ἀνακράζων Babr.191.8.

English (Strong)

from ἀνά and κράζω; to scream up (aloud): cry out.