ἀγρεύω

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρεύω Medium diacritics: ἀγρεύω Low diacritics: αγρεύω Capitals: ΑΓΡΕΥΩ
Transliteration A: agreúō Transliteration B: agreuō Transliteration C: agreyo Beta Code: a)greu/w

English (LSJ)

fut. εύσω Call.Dian.85: aor.

   A ἤγρευσα E.Ba.1204:— Med., v. infr.:—Pass., aor. ἠγρεύθην AP, v. infr.: (ἀγρεύς):—take by hunting or fishing, catch, ἰχθῦς Hdt.2.95, cf. X.Cyn.12.6; ἄγραν ἠγρευκότες E.Ba.434; of war, φιλεῖ . . ἄνδρας . . ἀγρεύειν νέους S.Fr. 554:—also in Med., θύματ' ἠγρεύσασθε ye caught or chose your victim, E.IT1163; τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; why didst thou snatch . . ? Id.Andr.842:—Pass., X.An.5.3.8, cf. Sphaer.Stoic.1.142; ἀγρευθεὶς ἤγρευσε AP9.94 (Isid.), 12.113 (Mel.).    2 metaph., hunt after, thirst for, αἷμα E.Ba.138; σὰν (sc. Ἀρετᾶς) ἀ. δύναμιν Arist.Fr.675.11; ὕπνον AP7.196 (Mel.), cf. 12.125 (Mel.); but ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ to catch by his words, Ev.Marc.12.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρεύω: μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: (ἄγρα). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - ὡσαύτως, τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, θηρεύω, διψῶ τινος, αἷμα, Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· ὕπνον, Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13.

French (Bailly abrégé)

ao. ἤγρευσα, pf. ἤγρευκα;
Pass. ao. ἠγρεύθην;
prendre à la chasse, à la pêche ; p. ext. surprendre;
Moy. ἀγρεύομαι, capturer, s’emparer de.
Étymologie: ἀγρεύς.

Spanish (DGE)

1 capturar animales, cazar o pescar según cont. ἰχθῦς Hdt.2.95, θῆρας E.Ba.1237, cf. μελέαν ... ἄγραν E.Fr.517, X.Cyn.12.6, ὄρνιν Nonn.D.40.493, συάγρους PRyl.238, cf. POxy.122.9 (III/IV d.C.), Aesop.94.3, ref. a la pesca, Philostr.Im.2.17.3, abs. UPZ 225.15 (II a.C.)
fig. τήνδ' ἄγραν ἠγρευκότες de Dioniso prisionero, E.Ba.434.
2 simpl. coger, atrapar, capturar (subyace a veces la idea de la caza) φιλεῖ ... ἄνδρας πόλεμος ἀγρεύειν νέους la guerra suele llevarse a los jóvenes S.Fr.554, ἀ. αἷμα τραγοκτόνον sacrificar el macho cabrío E.Ba.138, ὑπό τινων ἀγρευθεῖεν λάθρᾳ Aen.Tact.22.11, ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ γάλα, ἐμὲ διὰ τὸ κρέας Aesop.87
fig. παρανομίαι ἄνδρας ἀγρεύουσι LXX Pr.5.22, cf. 6.26
esp. del amor πρέσβυν AP 6.293 (Leon.), μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς no te dejes coger por tus ojos (por una mujer perversa), LXX Pr.6.25, παρακοίτην τόν σοι Ἔρως ἤγρευσεν Musae.149, ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ para sorprenderle, cogerle en una trampa de palabras, Eu.Marc.12.13.
3 por el sent. incoativo a veces del presente buscar, tratar de apoderarse de σὰν (τῆς ἀρετῆς) ἀγρεύοντες δύναμιν Arist.Fr.675, μεσημβρινὸν ὕπνον ἀγρεύσω buscaré, procuraré la siesta, AP 7.196 (Mel.).
4 v. med. apoderarse de, quitar τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; ¿por qué me has quitado la espada de la mano? E.Andr.842, οὐ καθαρὰ ... θύματ' ἠγρεύσασθε os habéis apoderado de víctimas impuras E.IT 1163.

• Etimología: Cf. ἀγρέω.

English (Abbott-Smith)

ἀγρεύω (ἄγρα), [in LXX: Jb 10:16, Pr 5:22 6:25,26, Ho 5:2 (לקח ni., שׁחט, etc.)*;]
to catch or take by hunting or fishing; metaph., Mk 12:13. †

English (Strong)

from ἄγρα; to hunt, i.e. (figuratively) to entrap: catch.