Στοϊκός
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
A v. Στωϊκός.
Greek (Liddell-Scott)
Στοϊκός: ἴδε Στωϊκός.
English (Thayer)
(Στωϊκός) (WH Στωϊκός), L T Στοϊκός, see Tdf. s note on Acts as below; WH's Appendix, p. 152), Στωικη, Στωικον, Stoic, pertaining to the Stole philosophy, the author of which, Zeno of Citium, taught at Athens in the portico called ἡ ποικίλη στοά: οἱ Στωικοι φιλοσοφοι, Diogenes Laërtius 7,5; others))