ἐκκλείω

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλείω Medium diacritics: ἐκκλείω Low diacritics: εκκλείω Capitals: ΕΚΚΛΕΙΩ
Transliteration A: ekkleíō Transliteration B: ekkleiō Transliteration C: ekkleio Beta Code: e)kklei/w

English (LSJ)

Ion. ἐκκληΐω or ἐκκλήω, old Att. ἐκκλήω : Att. fut. -

   A κλῄσω E.Or.1127 : Dor. aor. 1 -κλᾳξα Com.Adesp.1203.7 (dub.) : pf. ἐκκέκλεικα Men.Sam.201 :—shut out from, c.gen., ἐ. ἄλλον ἄλλοσε στέγης E.l.c. :—Pass., to be shut out, Id.HF330.    2 metaph., shut out, exclude from, πόλιν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144 ; τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων, Aeschin.2.85,3.74 : c. acc. et inf., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους D.19.26.    3 hinder, prevent, τῷ καιρῷ τὴν κατηγορίαν Plb.18.8.2 ; τὴν θήραν D.S.3.16 :—Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being prevented by [want of] time, Hdt.1.31 ; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3 : c. inf., ἐ. ποιεῖν τι Id.4.32, cf. Arist.MM1198b16.    4 shut off, cut off, ζωῆς ὁδούς Opp.C.2.342.

German (Pape)

[Seite 763] ion. ἐκκληίω, altatt. ἐκκλῄω (s. κλείω), ausschließen, nicht einlassen; Eur. Herc. Fur. 330; τινὰ τῆς πόλεως Pol. 25, 1, 10; τῆς μετοχῆς ἐξεκλήϊσαν Her. 1, 144; τῆς συμμαχίας ἐκκλείων αὐτόν Aesch. 2, 85; verhindern, εἰρήνην Aesch. 2, 110; τὴν κατηγορίαν Pol. 17, 8; ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Dem. 19, 26; ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, durch die Zeit gedrängt, Her. 1, 31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν, durch die Umstände gehindert, D. Sic. 18, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλείω: Ἰων. ἐκκληΐω, Ἀττ. ἐκκλῄω: μέλλ. Ἀττ. -κλῄσω Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, μετὰ γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον ἄλλοσε στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., ἀποκλείω, ἤτοι δὲν ἐπιτρέπω εἴς τινα νὰ ἔχῃ μέρος ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) ἐμποδίζω, κωλύω, τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι ἕνεκα ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32.

French (Bailly abrégé)

1 exclure, interdire l’entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;
2 empêcher, interdire : τι qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.
Étymologie: ἐκ, κλείω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐκκλῄω Hdt.1.31, E.Or.1127, Aeschin.2.85
I c. ac. de pers.
1 encerrar ἐκκλῄσομέν σφας ἄλλον ἄλλοσε στέγης los encerraremos a cada uno en un sitio distinto del palacio E.Or.1127, μ' ... ἔξωθεν ἐκκέκλεικε Men.Sam.416, en v. pas. δόμους ἀνοίξας (νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα) E.HF 330.
2 forzar, constreñir, apremiar en v. pas. ἐκκληιόμενοι τῇ ὥρῃ constreñidos por el tiempo Hdt.l.c., cf. PEnteux.54.4 (III a.C.), ILabr.8.8 (III a.C.), ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3.
3 excluir, expulsar c. gen. o giro prep. τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας ἐξεκλήισαν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144, cf. PEnteux.53.6 (III a.C.), τῆς συμμαχίας ἐκκλῄων αὐτόν Aeschin.2.85, cf. 3.74, τοὶς μὲν πολίταις ... ἐξεκλάϊσε ἐκ τᾶς πόλιος [πα] νδαμί expulsó en masa a los ciudadanos fuera de la ciudad, IG 12(2).526a.7 (Ereso IV a.C.), ἑτέρων αὐτοὺς ἐκκεκλεικότων τῆς πόλεως Plb.23.17.10, en v. pas. προστάτης ... ἐκκλειόμενος ... τῶν ... τιμίων Plb.6.9.8, cf. Herm.Sim.1.5, abs. ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν Ep.Gal.4.17, fig. en v. pas. ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη Ep.Rom.3.27.
II c. ac. de abstr. o cosa
1 c. abstr. impedir οἱ τὴν εἰρήνην ἐκκλῄοντες Aeschin.2.110, τὴν ... κατηγορίαν Plb.18.8.2, τὴν ... θήραν D.S.3.16, ἐκκλείει τὰ τῆς ἀγάπης Didym.Gen.44.19, c. ac. e inf. ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους impedían a los demás obtener el turno de palabra D.19.26.
2 c. ac. de cosa cerrar, bloquear ζωῆς ἐξέκλεισεν ὁδοὺς πνοιῆς τε διαύλους Opp.C.2.342
cercar, vallar un terreno alrededor de una tumba SEG 36.935 (Roma, crist.).

English (Strong)

from ἐκ and κλείω; to shut out (literally or figuratively): exclude.

English (Thayer)

1st aorist infinitive ἐκκλεῖσαι; 1st aorist passive ἐξεκλείσθην; (from (Herodotus) Euripides down); to shut out: to turn out of doors: to prevent the approach of one, passive in Romans 3:27.