χρυσόπαστος

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπαστος Medium diacritics: χρυσόπαστος Low diacritics: χρυσόπαστος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: chrysópastos Transliteration B: chrysopastos Transliteration C: chrysopastos Beta Code: xruso/pastos

English (LSJ)

ον, also α, ον Alc.Fr.90 Lobel: (πάσσω):—

   A shot with gold, κυνία l. c.; χ. τιήρης a turban of gold tissue, Hdt.8.120; τὰ χ. ἕσθλα (Wilamowitz for ἐσθλά) A.Ag.776 (lyr.); χ. κόσμος D.50.34; ταῖς ξυστίσιν ταῖς χ. Eub.134; μίτρα Duris 14J.; ἐσθής Luc.Ind.8; opp. χρυσήλατος, Iamb.post Polem.p.50 Hinck.

German (Pape)

[Seite 1381] mit Golde geschmückt, gestickt; Aesch. Ag. 752; τιάρα Her. 8, 120; κόσμος Dem. 50, 34; σκιάς Plut. Anton. 26 u. Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπαστος: -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρ. τιήρης, τιάρα ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. κόσμος Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ χρυσήλατος, οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
parsemé, constellé, tacheté ou brodé d’or.
Étymologie: χρυσός, πάσσω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α
διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό-παστος].