χρυσοβόστρυχος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ον, in Alchemy,
A goldentressed, Olymp.Alch.p.95B.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenen Locken, Ath. III, 564.
Greek Monolingual
και χρυσεοβόστρυχος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσούς βοστρύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + βόστρυχος (πρβλ. ἑλικο-βόστρυχος)].