αγνάντια

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

και αγνάντι επίρρ.
απέναντι, αντίκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > ταϊνάντια > ταjνάντια > τ' αγνάντια. Λιγότερο πιθανή η παραγωγή από το ἐκναντία που προτείνει ο P. Kretschmcr (Lesblsche Dialect 174).
ΠΑΡ. αγναντερός, αγναντεύω, αγναντιάζω, αγνάντιος, άγναντος].