ἄκαστος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ὁ,
A = σφένδαμνος, Hsch.
Greek Monolingual
ἄκαστος, ο (Α)
«ἡ σφένδαμνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. ἄκαρ-στος από ρίζα ακ-(«αιχμηρός» κ.λπ.) και είναι συγγενής ως προς την προέλευση με τις λ. ἄκαρνα, λατ. acer, -eris και το γερμ. Ahorn «σφένδαμνος». Ως προς το τέρμα η λ. σχηματίζεται αναλογικά προς άλλα ονόματα φυτών που λήγουν σε -στος, πρβλ. πλατάνιστος. Βλ. και λήμμα ακ-].