αλαργεύω

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω
2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι
3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη].