μεγάλως
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
Adv. of μέγας.
German (Pape)
[Seite 108] adv. zu μέγας, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
adv.
grandement.
Étymologie: μέγας.
Russian (Dvoretsky)
μεγάλως: (ᾰ)
1 весьма, крайне, чрезвычайно (ἀκαχίζειν τινά Hom.);
2 окончательно (ὀλέσθαι Aesch.);
3 величаво, величественно, пышно (μ. καὶ θαυμασίως Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγάλως: Ἐπίρρ. τοῦ μέγας· ἴδε μέγας Β.
English (Autenrieth)
see μέγας.
English (Strong)
adverb from μέγας; much: greatly.
Greek Monolingual
(ΑM μεγάλως)
επίρρ. βλ. μεγάλος.
Greek Monotonic
μεγάλως: επίρρ. του μέγας, βλ. μέγας Β.
Middle Liddell
[adverb of μέγας, v. μέγας B.]
Chinese
原文音譯:meg£lwj 姆瓜羅士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:大 似的
字義溯源:大大地,非常;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 大大的(1) 腓4:10