τοὔνομα

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

French (Bailly abrégé)

crase p. τὸ ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

τοὔνομα: in crasi = τὸ ὄνομα.

Greek (Liddell-Scott)

τοὔνομα: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὄνομα, οὕς κεν ἐῢ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην Ἰλ. Ρ. 235 (Spitzn. καί τ’ οὔνομα).

English (Autenrieth)

τὸ ὄνομα.

English (Strong)

contraction for the neuter of ὁ and ὄνομα; the name (is): named.

English (Thayer)

(by crasis for τό ὄνομα (Buttmann, 10; WH s Appendix, p. 145)), (from Homer, Iliad 3,235 down), the name; the accusative absolute (Buttmann, § 131,12; Winer's Grammar, 230 (216) cf. ὄνομα, 1) by name: Matthew 27:57.

Greek Monotonic

τοὔνομα: κράση αντί τὸ ὄνομα.

Chinese

原文音譯:toÜnoma 土-挪馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-那-名
字義溯源:名字,名叫,有名的;由()*=這)與(ὄνομα)=名字)組成,而 (ὄνομα)出自(γινώσκω)*=知道)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 名叫(1) 太27:57