ἀφιερόω

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐερόω Medium diacritics: ἀφιερόω Low diacritics: αφιερόω Capitals: ΑΦΙΕΡΟΩ
Transliteration A: aphieróō Transliteration B: aphieroō Transliteration C: afieroo Beta Code: a)fiero/w

English (LSJ)

A hallow, consecrate, τῷ Κρόνῳ Ath.3.110b, cf. D.S.1.90 (Pass.), Plu.2.271a; πόλιν τῇ Αητῷ καὶ τῷ Ἀπόλλωνι OGI746.2 (Xanthus, ii B.C.).
II Pass., ταῦτ' ἀφιερώμεθα I have had these expiatory rites performed, A.Eu. 451.

Spanish (DGE)

(ἀφῐερόω) • Alolema(s): ἀποϊερόω MAMA 8.349 (Pisidia), CIG 2827.9 (Afrodisias)
• Morfología: [aor. ἀπεϊέρωσε SEG 28.980.16 (Bitinia III d.C.), pas. ἀπιερώθη SEG 32.869.7 (Hierapitna II d.C.)]
I 1consagrar c. ac. y a veces dat. τὴν πόλ[ι] ν τῇ Λητῷ καὶ τῷ Ἀπόλλωνι TAM 2.266 (Janto II a.C.), ἐπιδέδωκεν [καὶ] ἀφιεροῖ ἀργυρίου δραχ[μ] ὰς Ἀλεξανδρείας μυ[ρία] ς IIl.52.6 (II a.C.), ἀποϊέρωσα τὸ ἡρώειον MAMA l.c., ἄγαλμα SEG l.c., τὰς δὲ πύλας οὐχ οἷόν τ' ἦν ἀφιερῶσαι Plu.2.271a, ὃν (λάγανον) ... τῷ Κρόνῳ ἀφιεροῦντες Ath.110b, ἀφιερώσας τὸν τάφον ... Κυρίῳ Clem.Al.Strom.4.22.137, δαίμοσι ... ἀφιερῶσαι σ[η] κούς PMasp.4.8 (VI d.C.), cf. Fauorin.Fr.130
en v. pas. περὶ τῶν ἀφιερωμένων ζῴων εἰ καὶ πεπλεονάκαμεν D.S.1.90, εἰς τὴν ἀφιερωμένην ... (ὀργάδα) τοῖς πατρίοις ... θεοῖς Hld.10.2.2, προσευκτήρια καὶ ναοὶ τῷ θεῷ ἀφιερωμένα Eus.PE 5.1.7, ἀποϊερῶσθαι τὸν πλάταν CIG 2827.9, cf. SEG 32.869.7 (Hierapitna II d.C.).
2 celebrar ritos expiatorios en v. med. πάλαι πρὸς ἄλλοις ταῦτ' ἀφιερώμεθα οἴκοις A.Eu.451.
3 honrar Ὀνώριον ... τῇ συνήθει καθοσιώσει ἀφιέρωσεν IGCh.281.8 (Afrodisias IV d.C.), IPDésert 19.9 (IV d.C.).
II fig. consagrar, aplicar οἱ τὸν ἐγκέφαλον ἀφιεροῦντες τῷ λογισμῷ Gr.Nyss.Hom.Opiff.12.1.

German (Pape)

[Seite 410] 1) med., reinigen, sühnen, Aesch. Eum. 429. – 2) als unattisch von den Atticisten verworfen für καθιερόω, heiligen, weihen, Plut. Luc. u. a. Sp. S. Lob. zu Phryn. p. 192.

French (Bailly abrégé)

ἀφιερῶ :
consacrer, dédier;
Moy. ἀφιερόομαι, ἀφιεροῦμαι accomplir des rites expiatoires.
Étymologie: ἀπό, ἱερόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιερόω:
1 освящать, благоговейно чтить (τὰ ἀφιερώμενα ζῷα Diod.; πρὸς τὸν ἀεὶ χρόνον Plut.);
2 med. совершать очистительные обряды Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιερόω: ἐξαγνίζω, ἁγιάζω, καθιερῶ, συχν. παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὡς ἐν Διοδ. 1. 90, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 110Β, Ἐπιγρ. Κυρήν. 15 (Newton), ἴδε Οὐϋττεμβ. Πλούτ. 2. 271Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 192. ΙΙ. Μέσ., ταῦτ’ ἀφιερώμεθα, ταύτας τὰς καθαρτηρίους τελετὰς ἐξετελέσαμεν εἰς ἡμᾶς αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 451· πρβλ. ἀφοσιόομαι.

Greek Monotonic

ἀφιερόω: μέλ. -ώσω, εξαγνίζω, αγιάζω — Παθ. παρακ., ταῦτ' ἀφιερώμεθα, έχω εκτελέσει αυτές τις εξαγνιστικές τελετές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to purify, hallow: Pass., perf. ταῦτ' ἀφιερώμεθα I have had these expiatory rites performed, Aesch.

Léxico de magia

consagrar c. ac. una lámina ἔστιν δὲ ὁ λόγος ὁ λεγόμενος, ὅταν ἀφιεροῖς τὴν πλάκα esta es la fórmula que se pronuncia cuando consagras la lámina P IV 2194 abs. πάντα ταῦτα ἀποτελέσας ἀφιέρωσον ἡμέρας γʹ cuando hayas terminado todo esto, haz una consagración durante tres días P XII 20