Βακχικός
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Βακχική, Βακχικόν, = Βάκχειος, Arist.Pr.922b22; ἔπη D.S.1.11; Βακχικόν, τό, Str.10.3.10: Sup. Βακχικώτατος Luc.Bis Acc.9. Adv. Βακχικῶς Str.15.1.8: Comp. Βακχικώτερον Duris 24.
Greek (Liddell-Scott)
Βακχικός: -ή, -όν, = Βάκχειος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 48, Διόδ. 1. 11 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 687· συγκρ. –ώτερον Ἀθήν. 560F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Bacchus ; τὰ Βακχικά les mystères de Bacchus, le culte de Bacchus.
Étymologie: Βάκχος.