Δανάα
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
French (Bailly abrégé)
dor. c. Δανάη.
English (Slater)
Δᾰνᾰα daughter of Akrisios, mother of Perseus. θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον to the Hyperboreans (P. 10.45) υἱὸς Δανάας (P. 12.17) Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν (N. 10.11) test., Σ Hom., <*> 319: αὐτὴ δέ, ὥς φησι Πίνδαρος καὶ ἄλλοι τινές, ἐφθάρη ὑπὸ τοῦ πατραδέλφου αὐτῆς Προίτου, ὅθεν αὐτοῖς καὶ στάσις ἐκινήθη (“fort. ad Δ. 4. trahendum” Snell) fr. 284.
Spanish (DGE)
v. Δανάη.
Russian (Dvoretsky)
Δᾰνάα: ἡ дор. = Δανάη.