Δαρειογενής

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δᾱρειογενής Medium diacritics: Δαρειογενής Low diacritics: Δαρειογενής Capitals: ΔΑΡΕΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Dareiogenḗs Transliteration B: Dareiogenēs Transliteration C: Dareiogenis Beta Code: *dareiogenh/s

English (LSJ)

Δαρειογενές, born from Darius, A.Pers.6,145 (anap.).

Spanish (DGE)

(Δᾱρειογενής) -οῦς, ὁ
hijo o estirpe de Darío epít. de Jerjes, A.Pers.6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
descendant de Darius.
Étymologie: Δαρεῖος, γίγνομαι.

German (Pape)

ές, vom Darius abstammend, Aesch. Pers. 6, 141.

Russian (Dvoretsky)

Δᾱρειογενής: рожденный Дарием, ведущий свой род от Дария (Ξέρξης βασιλεύς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

Δαρειογενής: -ές, ἐκ τοῦ Δαρείου γεννηθείς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 6.

Greek Monolingual

Δαρειογενής, -ές (Α)
ο γεννημένος από τον Δάρειο («Ξέρξης βασιλεύς Δαρειογενής»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Δαρείος + -γενής].

Greek Monotonic

Δαρειογενής: -ές (γί-γνομαι), γεννημένος από το Δαρείο, απόγονοι του Δαρείου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γίγνομαι
born from Darius, Aesch.