Δᾶλος
English (LSJ)
Doric for Δῆλος.
English (Slater)
Δᾱλος originally Asteria, or Ortygia, a floating island, where Leto bore Apollo and Artemis. τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (P. 1.39) Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα (v. Ἄρτεμις) (N. 1.4) μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος ἐν ᾇ κέχυμαι sc. if I postpone the paean to Apollo already commissioned (I. 1.4) χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 5. ]καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (coni. Housman, alii alia) Πα. 2. . ]Δᾶλον ἀγακλέα[ (Pae. 4.12) ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Πα.… ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο fr. 140a. 58 (32). Δᾶλον ἀμφιρύταν. ?fr. 350.
Spanish (DGE)
v. Δῆλος, -ου, ἡ.