δέμνιον

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέμνιον Medium diacritics: δέμνιον Low diacritics: δέμνιον Capitals: ΔΕΜΝΙΟΝ
Transliteration A: démnion Transliteration B: demnion Transliteration C: demnion Beta Code: de/mnion

English (LSJ)

τό, (δέμω) mostly in plural δέμνια,
A bedstead, mattress, Il.24.644, Od.4.297, etc.
2 generally, bed, freq. in plural, Od.6.20, 8.282, S.Tr.901,915: also in sg., Pi.N.1.3, E.Or.229, Alc.183 (δεμνίων 186), Call.Del.248.

Spanish (DGE)

-ου, τό
armazón de la cama, catre δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι poner catres bajo el pórtico, Il.24.644, Od.4.297, 7.336
por ext. cama frec. en plu. δέμνια δὲ στόρεσαν Od.4.301, cf. 20.139, δέμνια κούρης Od.6.20, cf. 8.277, 282, 11.189, 19.318, 599, δέμνια νύμφης lecho nupcial A.R.1.978, σοῖς ἐν δεμνίοις E.Or.258, κοῖλα δέμνια una cama vacía S.Tr.901, δέμνια τὰ Ἡράκλεια el lecho de Heracles S.Tr.915, cf. Hes.Op.328, E.Alc.186, Or.35, 88, Ph.1538, Theoc.2.137, 6.33, A.R.1.978, Lyc.353, Trag.Adesp.644.42, Luc.Trag.58, Plot.3.6.6, Lib.Ep.442.2, AP 7.352, Orph.L.256, 319, Nonn.D.16.154, δέμνια ... λινόπεπλα θεᾶς ... Αἰγύπτου IPrusa 1028.3 (I a./d.C.)
tb. en sg. Ὀρτυγία, δ. Ἀρτέμιδος Ortigia, lecho de Ártemis pues la isla era considerada como un refugio de ésta, Pi.N.1.3, φίλον τοι τῷ νοσοῦντι δ. E.Or.229, cf. Alc.183, Call.Del.248, Nonn.D.48.522.
• Diccionario Micénico: de-mi-ni-ja.
• Etimología: Deriv. de la r. *deH1- ‘atar’, prob. de *d°H1mn- (cf. δέμα < *d°H1mn̥) c. suf. -i̯o-.

German (Pape)

[Seite 545] τό (δέμω), die Bettstelle, das Bett. Bei Homer oft, aber nur in der Form δέμνια, nominat. und accusat., fast überall plural. Homerisch anstatt des singular.: Odyss. 6, 20. 7, 336. 8, 277. 282. 296. 314. 11, 189. 19, 318. 599. 20, 139; von zwei Bettstellen ist die Nede Odyss. 4, 297. 301 und Iliad. 24, 644. Besonders lehrreiche Stellen: Odyss. 11, 189 οὐδέ οἱ εὐναὶ δἐμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα; Odyss. 19, 318 κάτθετε δ' εὐνήν, δέμνια καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα; Odyss. 7, 336 δέμνι· ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ πορφὐρε' ἐμβαλέειν, στορέσαι τ' ἐφύπερθε τάπητας, χλαίνας τ' ἐνθέμεναι οὐλας καθύπερθεν ἕσασθαι. Aus diesen Stellen geht hervor, daß δέμνιον oder δέμνια eigentlich nur die »Bettstelle« ist, das hölzerne Gestell, ohne Decken u. s. w. – Folgende: Pind. N. 1, 3 Soph. Tr. 897. 911 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au plur. τὰ δέμνια;
1 sorte de matelas;
2 p. ext. couche, lit en gén.
Étymologie: δέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέμνιον -ου, τό [~ δέω?] meestal plur. τὰ δέμνια, verplaatsbaar onderstel voor een bed: ledikant; bed.

Russian (Dvoretsky)

δέμνιον: τό преимущ. pl. постель, ложе Hom., Pind., Trag.

English (Autenrieth)

pl., bedstead, bed.

English (Slater)

δέμνιον
1 couch met. Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος (N. 1.3)

Greek Monolingual

δέμνιον, το (Α)
1. (συνήθως στον πληθ., δέμνια) στρώμα, κρεβάτι
2. (γενικά) το κρεβάτι, η κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται είτε για παράγωγο του δέω, δω «δένω» (< δέμα ή δέμαρ), πράγμα στο οποίο συντείνει το συνθ. κρήδεμνον, είτε του δέμω «χτίζω». Η λ. χρησιμοποιούνταν συνήθως στον πληθ. δέμνια και δεν απαντά στην αττική διάλεκτο].

Greek Monotonic

δέμνιον: τό (δέμω),
1. κυρίως στον πληθ. δέμνια, κρεβάτι ή στρώμα, σε Όμηρ.
2. γενικά, κρεβάτι, στρωσίδια, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

δέμνιον: τό, (δέμω) σχεδὸν ἀείποτε κατὰ πληθ. δέμνια, = ἡ κλίνη, τὰ στρώματα, ἡ στρωμνὴ ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο ῥήγεα καλὰ καὶ ἄλλα σκεπάσματα, Ἰλ. Ω. 644, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ., ὡς Δ. 297, κλ. 2) καθόλου = κλίνη, Ὀδ. Ζ. 20, Θ. 282, Πίνδ., Σοφ., Εὐρ.: ὁ τελευταῖος οὗτος ποιητὴς ἔχει τὴν λέξιν δὶς καθ’ ἑνικόν, Ὀρ. 229, Ἀλκ. 183 (ἂν καὶ ἀκριβῶς κατωτέρω, στίχ. 186, κεῖται δεμνίων).

Middle Liddell

δέμω
1. mostly in plural δέμνια, the bedstead or matrass, Hom.
2. generally, a bed, bedding, Od., etc.