Λίγυς

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λίγυς Medium diacritics: Λίγυς Low diacritics: Λίγυς Capitals: ΛΙΓΥΣ
Transliteration A: Lígys Transliteration B: Ligys Transliteration C: Ligys Beta Code: *li/gus

English (LSJ)

[ῐ], υος, ὁ, ἡ, Ligurian, A.Fr.199.1, Hdt.5.9, Th.6.2, etc.: as adjective,
A Λ. στρατός A.Fr.199.9 (on the accent, v. Hdn.Gr.1.236.7):—Adj. Λῐγυστικός, ή, όν, Ligurian, S.Fr.598, Str.2.4.3; ἡ Λιγυστική Liguria, Arist.Mete.351a16, cf. 368b32:—also Λῐγυστῖνος, η, ον, σάγοι, χιτῶνες Str.4.6.2.
II τὸ λ. bastard lovage, Laserpitium Siler, Dsc.3.51.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
habitant de la Ligurie, Ligurien.

Russian (Dvoretsky)

Λίγυς: υος (ῐ) ὁ житель Лигурии, лигуриец Her., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

Λίγυς: [ῐ], υος, ὁ, ἡ, ὁ ἐκ Λιγουρίας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 1, Ἡρόδ. 5. 9, Θουκ. 6. 2, κτλ.· ὡς ἐπίθ., Λ. στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 9· (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Εὐστ. 96. 4)· - ἐπίθ. Λῐγυστικός, ή, όν, ὁ εἰς τὴν Λιγουρίαν ἀνήκων, Σοφ. Ἀποσπ. 527, Στράβ. 106· - ἡ Λιγυστική, ἡ τῶν Λιγύων χώρα, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, πρβλ. 2. 8, 42. ΙΙ. τὸ λ., φυτόν τι φέρον ἄνθη ἡνωμένα πολλὰ ὁμοῦ εἰς κοινὸν στέλεχος, Λατ. ligusticum, Ἀγγλ. lovage, Διοσκ. 3. 58.

Greek Monolingual

ο, η (Α Λίγυς, -υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, -άδος και Λιγυστίς, -ίδος)
1. ο κάτοικος της Λιγυρίας
2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες
αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις Μασσαλία και Λα Σπέτσια, καθώς και στην ενδοχώρα στις κλιτύς τών Άλπεων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < κύριο όν. Λίγυς ή < ονομ. ποταμού Λίγυρ ή Λίγειρ].

Greek Monotonic

Λίγυς: [ῐ], -υος, ὁ, ἡ, αυτός που κατάγεται από τη Λιγουρία, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· επίθ. Λῐγυστικός, , -όν, αυτός που ανήκει στην Λιγουρία, σε Στράβ.

Middle Liddell

Λῐ́γυς, υος
a Ligurian, Hdt., Thuc., etc.:— adj. Λῐγυστικός, ή, όν Ligurian, Strab.