Μελπομένη
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἡ, Melpomene, a Muse, prop. the Songstress, Hes.Th. 77: later esp. as the Muse of Tragedy, perhaps from its connection with Dionysus, cf. μέλπω II.1, Helbig Wandgemälde Campaniens No. 871.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Melpomène, Muse du chant, postér. Muse de la Tragédie.
Étymologie: μέλπω.
Russian (Dvoretsky)
Μελπομένη: ἡ Мельпомена, «Поющая» (одна из девяти Муз, впосл. муза трагедии) Hes. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μελπομένη: ἡ, Μοῦσα, κυρίως ἡ ᾄδουσα, Ἡσ. Θ. 77· μετὰ ταῦτα κυρίως, ἡ Μοῦσα τῆς τραγῳδίας.
Greek Monotonic
Μελπομένη: ἡ, Μελπομένη, μία από τις εννέα Μούσες, κανονικά η προστάτιδα της μουσικής και του τραγουδιού, σε Ησίοδ.· μεταγεν., η Μούσα της Τραγωδίας.
Middle Liddell
Μελπομένη, ἡ,
Melpomene, a Muse, properly the songstress, Hes.: later the Muse of tragedy. [from μέλπω