Μελπομένη

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μελπομένη Medium diacritics: Μελπομένη Low diacritics: Μελπομένη Capitals: ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ
Transliteration A: Melpoménē Transliteration B: Melpomenē Transliteration C: Melpomeni Beta Code: *melpome/nh

English (LSJ)

ἡ, Melpomene, a Muse, prop. the Songstress, Hes.Th. 77: later esp. as the Muse of Tragedy, perhaps from its connection with Dionysus, cf. μέλπω II.1, Helbig Wandgemälde Campaniens No. 871.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Melpomène, Muse du chant, postér. Muse de la Tragédie.
Étymologie: μέλπω.

Russian (Dvoretsky)

Μελπομένη: ἡ Мельпомена, «Поющая» (одна из девяти Муз, впосл. муза трагедии) Hes. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μελπομένη: ἡ, Μοῦσα, κυρίως ἡ ᾄδουσα, Ἡσ. Θ. 77· μετὰ ταῦτα κυρίως, ἡ Μοῦσα τῆς τραγῳδίας.

Greek Monotonic

Μελπομένη: ἡ, Μελπομένη, μία από τις εννέα Μούσες, κανονικά η προστάτιδα της μουσικής και του τραγουδιού, σε Ησίοδ.· μεταγεν., η Μούσα της Τραγωδίας.

Middle Liddell

Μελπομένη, ἡ,
Melpomene, a Muse, properly the songstress, Hes.: later the Muse of tragedy. [from μέλπω