Οὐρανίωνες
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
οἱ, the heavenly ones, gods, θεοὶ Οὐρανίωνες Il.1.570, etc.; simply Οὐρανίωνες 5.373, Hes.Th.461, 919, 929; also the Titans, as children of Uranos, Il.5.898: fem., θεαὶ Οὐρανιῶναι IG14.1389i5.
French (Bailly abrégé)
ιώνως (οἱ) :
1 fils d'Ouranos, ép. des Titans;
2 θεοὶ Οὐρανίωνες ou simpl. Οὐρανίωνες, les dieux du ciel.
Étymologie: οὐρανός.
Russian (Dvoretsky)
Οὐρανίωνες: οἱ
1 Уранионы, т. е. οἱ Τιτᾶνες Hom., Hes.;
2 (или θεοὶ Οὐ.) небесные боги, небожители Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
Οὐρᾰνίωνες: οἱ, οἱ οὐράνιοι, οἱ ἄνω θεοί, Λατ. coelites, θεοὶ Οὐρανίωνες Ἰλ. Α. 570, κτλ., ἢ ἁπλῶς Οὐρανίωνες, Ε. 373, Ἡσ. Θ. 461, 919, 929· - ὡσαύτως οἱ Τιτᾶνες ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταγόμενοι, Ἰλ. Ε. 898· - θηλ. θεαὶ Οὐρανιῶναι Ἀνθολ. Π. παράρτ. 51, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρανίωνας· τοὺς ὑπὸ τὴν οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένους».
Greek Monotonic
Οὐρᾰνίωνες: οἱ (οὐρανοί), επουράνιοι, θεοί του ουρανού, Λατ. coelites, με ή χωρίς το θεοί, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, οι Τιτάνες, ως απόγονοι του ουρανού, στο ίδ.· θηλ., θεαὶ οὐρανιῶναι, σε Ανθ.
Middle Liddell
οὐρανός
the heavenly ones, the gods above, Lat. coelites, with or without θεοί, Il.;—also the Titans, as descendants of Uranus, Il.:—fem., θεαὶ Οὐρανιῶναι Anth.