Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Τρωϊάς

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρωϊάς Medium diacritics: Τρωϊάς Low diacritics: Τρωϊάς Capitals: ΤΡΩΪΑΣ
Transliteration A: Trōïás Transliteration B: Trōias Transliteration C: Troias Beta Code: *trwi+a/s

English (LSJ)

contr. Τρῳάς (freq. written Τρωάς), άδος, fem. of Τρώϊος,
A Trojan, Od.13.263; Τρωϊάδας γυναῖκας Il.9.139, al.; Τρωϊάδες alone, 18.122, al.; Τρῶας καὶ Τρῳάδας Trojan men and Trojan women, 22.105.
II γῆ Τρῳάς the Troad, S.Aj.819, al.; ἡ Τρωάς alone, Hdt.5.122.

French (Bailly abrégé)

άδος
p. contr. Τρῳάς;
adj. f.
de Troie, troyen, troyenne ; ἡ Τρωϊάς (γῆ) la Troade ; αἱ Τρωϊάδες (γυναῖκες) les Troyennes.
Étymologie: Τρωΐα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. Τρωάς.

Greek Monotonic

Τρωϊάς: συνηρ. Τρῳάς, -άδος, θηλ. του Τρώϊος·
I. αυτή που κατάγεται από την Τροία, σε Ομήρ. Οδ.· Τρωϊάδες γυναῖκες, ή μόνο, Τρωϊάδες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. γῆ Τρῳάς, η χώρα της Τροίας, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ Τρωάς, σε Ηρόδ.