Φυλάσιος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, a man of Phyle (in Attica), Ar.Ach.1028.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
du dème Φυλή.
Russian (Dvoretsky)
Φῡλάσιος: ὁ уроженец или житель аттического дема Φυλή Arph.
Greek (Liddell-Scott)
Φυλάσιος: [ᾱ] ὁ, κάτοικος τῆς Φυλῆς (ἐν τῇ Ἀττικῇ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1028.
Greek Monotonic
Φυλάσιος: [ᾱ], ὁ, κάτοικος της Φυλής (στην Αττική), σε Αριστοφ.