άελλα

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

η (Α ἄελλα) (στα Α επικός τύπος ἀέλλη και αιολικός αὔελλα)
θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα
αρχ.
λέγεται μτφ. για κάθε στροβιλοειδή κίνηση (τών αστέρων, των ζώων κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀFελ - > ἀFελλă, με αφομοίωση > ἄελλα, με σίγηση του F (το F διατηρήθηκε στο αιολ. αὔελλα)
από τ. ἀFελyā προήλθαν με σίγηση του F οι τ. ἀέλλη, επικ. με αφομοίωση, και ἀείλη (= πνοή, στον Ησύχ.) με επένθεση. Η ρίζα ἀFε-l (πρβλ. κελτ. awel, άνεμος) είναι συνεσταλμένη και επαυξημένη με -l- βαθμίδα της αρχ. ρίζας -- (ἀFη-μι > ἄημi, πνέω)
για τον σχηματισμό ἄημι -ἄελλα, πρβλ. θύω- θύελλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀελλαῖος, ἀελλάς, ἀελλήεις, ἀελλής, ἀέλλομαι, ἀελλῶ.
ΣΥΝΘ. ἀελλοδρόμας, ἀελλόθριξ, ἀελλοπόδης, ἀελλόπος
μσν.
ἀελλομάχος, ἀελλώδης
νεοελλ.
ἀελλοφόρος].