άελλα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
η (Α ἄελλα) (στα Α επικός τύπος ἀέλλη και αιολικός αὔελλα)
θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα
αρχ.
λέγεται μτφ. για κάθε στροβιλοειδή κίνηση (τών αστέρων, των ζώων κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀFελ -yă > ἀFελλă, με αφομοίωση > ἄελλα, με σίγηση του F (το F διατηρήθηκε στο αιολ. αὔελλα)
από τ. ἀFελyā προήλθαν με σίγηση του F οι τ. ἀέλλη, επικ. με αφομοίωση, και ἀείλη (= πνοή, στον Ησύχ.) με επένθεση. Η ρίζα ἀFε-l (πρβλ. κελτ. awel, άνεμος) είναι συνεσταλμένη και επαυξημένη με -l- βαθμίδα της αρχ. ρίζας ἀ-Fη- (ἀFη-μι > ἄημi, πνέω)
για τον σχηματισμό ἄημι -ἄελλα, πρβλ. θύω- θύελλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀελλαῖος, ἀελλάς, ἀελλήεις, ἀελλής, ἀέλλομαι, ἀελλῶ.
ΣΥΝΘ. ἀελλοδρόμας, ἀελλόθριξ, ἀελλοπόδης, ἀελλόπος
μσν.
ἀελλομάχος, ἀελλώδης
νεοελλ.
ἀελλοφόρος].