άνιππος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνιππος, -ον)
αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα
αρχ.
1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας
2. ανίκανος για ιππασία
3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων.