άχαρις
From LSJ
Greek Monolingual
ἄχαρις (-ιτος), -ι (AM) χάρις
1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος
2. δυσάρεστος, ενοχλητικός
αρχ.
1. αχάριστος, αγνώμων
2. αξιολύπητος.
ἄχαρις (-ιτος), -ι (AM) χάρις
1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος
2. δυσάρεστος, ενοχλητικός
αρχ.
1. αχάριστος, αγνώμων
2. αξιολύπητος.