άχρι
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
Greek Monolingual
ἄχρι και ἄχρις (AM)
Ι. επίρρ.
1. χρον. ώσπου
2. τοπ. μέχρι, ως («ἄχρι εἰς Κοτύωρα»)
II. πρόθ.
1. μέχρι, ως («ἄχρι τῆς εἰσόδου» — ως την είσοδο)
2. φρ. «ἄχρι παντός» — συνεχώς
III. (σύνδ.)
1. χρον. μέχρις ότου
2. τοπ. ως, μέχρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. άχρι απαντά ως επίρρημα, πρόθεση και σύνδεσμος. Υπάρχει και τ. άχρις, το -ς του οποίου εξηγείται για λόγους ευφωνίας. Η λ. άχρι(ς) μπορεί να συνδυαστεί με άλλες προθέσεις (πρβλ. άχρι εις), ενώ ως πρόθεση συντάσσεται με γενική. Ως σύνδεσμος απαντά είτε μόνος του είτε με το ου (πρβλ. άχρι(ς) ου «μέχρι του σημείου που»). Η αρχική λειτουργία της λ. ήταν η επιρρηματική, αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως πρόθεση, ενώ η χρήση της ως συνδέσμου είναι υστερογενής. (Αντίστροφη εξέλιξη από αυτήν του έως). Ο τ. άχρι αντιστοιχεί επακριβώς με το αττ. μέχρι και πιθ. προήλθε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ινδοευρ. ρίζας me- «στο μέσον», που χρησιμοποιείται ως βάση επιρρημάτων-προθέσεων. Δηλ. άχρι(ς) < (ινδοευρ.) rn-ğhri- (s). Υποστηρίχτηκε όμως επίσης ότι η λ. προέκυψε πιθ. από συμφυρμό του μέχρι και ενός αγνώστου συνωνύμου επιρρήματος].