έμμονος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμονος, -ον)
αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερός
νεοελλ.
φρ.
1. «έμμονη ιδέα» — ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση του ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του
2. «έμμονα αέρια» — μη πτητικά αέρια
3. «έμμονα σπόρια» — κύτταρα (ασκομυκήτων, κυανοφυκών κ.λπ.) που περιβάλλονται από μεμβράνη ώστε να ανθίστανται σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες και να διαδίδουν το είδος
4. (ως φιλοσοφικός όρος) α) το να υπάρχει η αιτία της υπάρξεως μέσα στο ίδιο το υποκείμενο και όχι έξω από αυτό, να μην είναι η αιτία υπερβατική («ο Θεός είναι η έμμονη αιτία του κόσμου», Σπινόζα)
β) «έμμονο είναι αυτό που μένει μέσα στην εμπειρία» (Καντ)
αρχ.
1. (για νόσο) επίμονος, που δεν παρουσιάζει ύφεση
2. σταθερός, ακλόνητος στην άποψή του.