έναυλος

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

(I)
ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α)
1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ' όπου ρέει χείμαρροςτάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.)
2. χείμαρρος
3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα.
(II)
-η, -ο (AM ἔναυλος, -ον)
1. (για φωνή, ήχο κ.λπ.) αυτός που αντηχεί σαν ήχος αυλού, ζωηρός, έντονοςἔναυλοςλόγος τε καὶ ὁ φθόγγος», Πλάτ.)
2. αυτός που αποτυπώνεται βαθιά στη μνήμη
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην αυλή («τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἤ θυραῖον», Σοφ.)
2. αυτός που ζει σε σπήλαιολέοντας ἐναύλους», Ευρ.).
επίρρ...
εναύλως
1. ζωηρά, έντονα, ευκρινώς
2. μέσα σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.