έναυλος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
(I)
ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α)
1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ' όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.)
2. χείμαρρος
3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα.
(II)
-η, -ο (AM ἔναυλος, -ον)
1. (για φωνή, ήχο κ.λπ.) αυτός που αντηχεί σαν ήχος αυλού, ζωηρός, έντονος («ἔναυλος ὁ λόγος τε καὶ ὁ φθόγγος», Πλάτ.)
2. αυτός που αποτυπώνεται βαθιά στη μνήμη
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην αυλή («τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἤ θυραῖον», Σοφ.)
2. αυτός που ζει σε σπήλαιο («λέοντας ἐναύλους», Ευρ.).
επίρρ...
εναύλως
1. ζωηρά, έντονα, ευκρινώς
2. μέσα σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.