αγριέλι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
και αγρέλι και αγρίλι, το
1. η αγριελιά
2. ήμερη ελιά μικρής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγριέλαιος
το αγρέλι < ἀγρέλαιος < ἀγρέλος
το αγρίλι < ἀγρίλαιος < ἀγρίλος].