αγρονομία
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
Greek Monolingual
η αγρονόμος
1. (Νομ.) ορος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την οργάνωση, τη λειτουργία και γενικά το έργο του αγρονομείου
2. συχνά η αγρονομία ταυτίζεται με τη γεωπονία, λόγω κακής χρησιμοποιήσεως του όρου από τους ξένους (agronomie, agronomy = γεωπονία). Ο όρος αγρονόμος μηχανικός, που στη χώρα μας θεωρείται συνώνυμος του τοπογράφου μηχανικού, επικράτησε εσφαλμένα από κακή μετάφραση του Ingenieur Agronome, που όμως σημαίνει γεωπόνος
αρχ.
δημόσιο λειτούργημα στην Αθήνα (ανάλογο με αυτό της αστυνομίας), σχετικά με την επιμέλεια και επίβλεψη τών αγροτικών περιοχών. Το λειτούργημα αυτό ασκούσαν οι αγρονόμοι.