αδιάβαστος
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
Greek Monolingual
-η, -ο διαβάζω
1. (για μαθητές, σπουδαστές) αυτός που δεν διάβασε τα μαθήματά του, που δεν μελέτησε
2. (γενικότερα) αυτός που δεν μελέτησε το θέμα, το αντικείμενο, με το οποίο ασχολείται ή πρόκειται να ασχοληθεί, και ιδιαίτερα ο αμελέτητος, ο απαράσκευος στο θέμα για το οποίο κάνει λόγο
3. (για κείμενα, βιβλία κ.λπ.) αυτός που δεν διαβάστηκε ή που είναι δύσκολο ή και αδύνατο να διαβαστεί
4. επίσης, ο δυσνόητος ή ανιαρός στην ανάγνωση
5. αυτός που δεν του διάβασε ο παπάς σχετική ευχή και, ειδικότερα για νεκρούς, αυτός που δεν του έψαλε εκκλησιαστική ακολουθία.