αμελέτητος

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμελέτητος, -ον)
αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς
2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει κανείς από δεισιδαιμονία, πρόληψη ή ντροπή και ειδικά: α) (το αρσ.) ο αμελέτητος
ο διάβολος
β) (το θηλυκό) η αμελέτητη
η ασθένεια ευλογιά ή και ελονοσία
γ) (το ουδέτερο στον ενικό) το αμελέτητο
το ποντίκι, το αγγούρι, το σκόρδο, το ραπάνι, το ξίδι και οι ασθένειες άνθρακας, έρπης, επιληψία, καρκίνος
δ) (το ουδ. στον πληθ.) τα αμελέτητα
οι όρχεις
αρχ.
1. (για άλογα) ανάσκητος, αγύμναστος
2. επίρρ. ἀμελετήτως ἔχω
είμαι αμελέτητος, απροετοίμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μελετῶ.
ΠΑΡ. ἀμελετησία.