αεροπιστολιά

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

η
1. πιστολιά που ρίχνεται στον αέρα (σε γιορτή ή για εκφοβισμό)
2. η δίχως σφαίρα ή βλήμα βολή.