αιματούσα

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

η αίμα
1. λέγεται για τη γυναίκα που συνήθως έχει άφθονη ρύση έμμηνου αίματος (αλλ. αιματορροούσα)
2. αιματώδες στίγμα του προσώπου
3. (στην Κύπρο) (ως επίθ. της Θεοτόκου) αυτή που θεραπεύει τις γυναίκες που έχουν προβλήματα υγείας με την έμμηνο ρύση.