ακραιφνής
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκραιφνής)
καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος
νεοελλ.
άδολος, ανυστερόβουλος, ειλικρινής
αρχ.
άθικτος, ανέπαφος, απαραβίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη τών σχολιαστών ότι η λ. ἀκραιφνὴς προέρχεται από αρχικό τ. ἀκεραιο-φανὴς < ἀκέραιος + φαίνομαι δεν είναι πειστική. Είναι πιθανό η λ. να συνδέεται με το επίθ. ἄκρος (πρβλ. άκρο- (Ι) και το επίρρ. αἴφνης.