αληθοποιώ

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

(Α ἀληθοποιῶ, -έω)
αποδεικνύω κάτι αληθινό, επαληθεύω, πραγματοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + ποιῶ].