αλλοτρίωση

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοτρίωσις) αποξένωση
νεοελλ.
1. μεταβίβαση κυριότητας, εκποίηση
2. (ως φιλοσ. και κοινωνιολ. όρος) η υποταγή του ατόμου σε διάφορες κοινωνικοπολιτικές δομές, απώλεια της ελευθερίας, της ταυτότητας, της ιδιαίτερης προσωπικότητάς του
αρχ.
1. απώλεια, αποστέρηση
2. δυσμένεια, εχθρότητα, αποστροφή.
3. Ιατρ. η απονέκρωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοτριῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριώσιμος].