αλοιφόπιτα

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

η
1. πίτα που παρασκευάζεται στο τηγάνι, με λίπος ή λάδι
2. μτφ. αυτός που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μια πολιτική παράταξη, κόλακας, καιροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλοιφή + πίτα].