αλώσιμος Search Google

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁλώσιμος, -ον)
αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος
αρχ.
1. αυτός που εύκολα εξαπατάται
2. εύληπτος, κατανοητός
3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη
4. αυτός που αναφέρεται ή υπόκειται σε άλωση
5. φρ. «παιᾱν ἁλώσιμος», θριαμβευτικός παιάνας για την κατάκτηση πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος ή < θ. ἁλω- (πρβλ. ἑ-άλω-ν, αόρ. του ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -σιμος].