θριαμβευτικός

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῐαμβευτικός Medium diacritics: θριαμβευτικός Low diacritics: θριαμβευτικός Capitals: ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thriambeutikós Transliteration B: thriambeutikos Transliteration C: thriamveftikos Beta Code: qriambeutiko/s

English (LSJ)

θριαμβευτική, θριαμβευτικόν, v.l. for θριαμβικός, Plu.Cat.Ma.24.

German (Pape)

[Seite 1218] den Triumphator betreffend, κηδεύματα, Verschwägerung mit ihm, Plut. Cat. mai. 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le triomphe.
Étymologie: θριαμβεύω.

Russian (Dvoretsky)

θριαμβευτικός: триумфаторский: κηδεύματα θριαμβευτικά Plut. родство или установление родственных связей с триумфатором.

Greek (Liddell-Scott)

θριαμβευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θριαμβεύοντα, κηδεύματα θριαμβευτικά, συγγένεια πρὸς θριαμβευσάσας οἰκογενείας, Πλούτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θριαμβευτικός -ή, -όν) θριαμβευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θριαμβευτή («θριαμβευτικές τιμές»)
2. αυτός που έχει τη μορφή ή τον τρόπο θριάμβου «θριαμβευτικό ύφος»).
επίρρ...
θριαμβευτικώς, -ά
με θριαμβευτικό τρόπο.

Greek Monotonic

θριαμβευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε οικογένεια που έχει να επιδείξει θριάμβους στο παρελθόν, που έχει θριαμβευτική καταγωγή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

θριαμβευτικός, ή, όν
of triumphal families, Plut.