αμέρδω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
ἀμέρδω (Α)
1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει, στερώ, αποστερώ
2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα
3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω
4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω
5. ό,τι και το αμέργω, δρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. ινδ. mŗdnāti, mardati «συνθλίβω, κονιοποιώ» (πρβλ. και μαραίνω) ή σύμφωνα με άλλη άποψη συνάπτεται προς το βραδύς (< μραδύς).
ΠΑΡ. μσν. ἄμερσις.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμερσίγαμος.