σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
η (Α ἀνάδυσις) ἀναδύομαι
άνοδος από τα βάθη στην επιφάνεια του νερού
αρχ.
1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση
2. πρόφαση για να αποφύγει κανείς κάτι.