ανάπλους

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

(ασυναίρ. -οος), ο (Α ἀνάπλους) ἀναπλέω
1. πλους προς τα επάνω ή αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή τη διεύθυνση τών ανέμων
2. αναχώρηση από το λιμάνι για την ανοιχτή θάλασσα
αρχ.
1. πλους προς τα πίσω, επιστροφή, επάνοδος
2. ο τόπος, από τον οποίο αποπλέει κανείς.