αναπνοιά

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια)
αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή
νεοελλ.
1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα του υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό
2. η βαλβίδα του φυσερού του σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα του αέρα ωθείται προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνοϊκός].