αναπνοιά

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια)
αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή
νεοελλ.
1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα του υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό
2. η βαλβίδα του φυσερού του σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα του αέρα ωθείται προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνοϊκός].