ἀνάπνοια
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ἡ, = ἀναπνοή (breath, respiration, breathing) ΙΙ. 1, Ti.Locr. 101d, Arist. Pr. 962a26.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
respiración, ἀνάπνοια γίνεται Ti.Locr.101d, cf. Arist.Pr.962a26.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, Aushauchen, Arist. Probl. 33, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπνοια: ἡ Plat., Arst. = ἀναπνοή 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπνοια: ἡ, = τῷ προηγ., Τίμ. Λοκρ. 101D, Ἀριστ. Προβλ. 33. 8.
Greek Monolingual
ἀνάπνοια, η (Α)
βλ. αναπνοιά.
και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια)
αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή
νεοελλ.
1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα του υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό
2. η βαλβίδα του φυσερού του σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα του αέρα ωθείται προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνοϊκός].