ἀνάπνοια
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, = ἀναπνοή (breath, respiration, breathing) ΙΙ. 1, Ti.Locr. 101d, Arist. Pr. 962a26.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
respiración, ἀνάπνοια γίνεται Ti.Locr.101d, cf. Arist.Pr.962a26.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, Aushauchen, Arist. Probl. 33, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπνοια: ἡ Plat., Arst. = ἀναπνοή 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπνοια: ἡ, = τῷ προηγ., Τίμ. Λοκρ. 101D, Ἀριστ. Προβλ. 33. 8.
Greek Monolingual
ἀνάπνοια, η (Α)
βλ. αναπνοιά.
και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια)
αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή
νεοελλ.
1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα του υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό
2. η βαλβίδα του φυσερού του σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα του αέρα ωθείται προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνοϊκός].